- ψαμμίτης
- Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου.
Η φύση του συνδετικού υλικού ποικίλλει και ανάλογα χαρακτηρίζονται οι ψ.: συχνά είναι ασβεστολιθικό (ασβεστιτικοί ψ.), σπανιότερα δολομιτικό (δολομιτικοί ψ.), αργιλικό ή ασβεσταργιλικό (αργιλικοί ψ.), χαλαζιακό ή γενικότερα πυριτικό (χαλαζιακοί ψ.), γλαυκονιτικό (γλαυκονιτικοί ψ.), οξείδια ή υδροξείδια του σιδήρου (σιδηρομιγείς ψ.) κλπ. Τα διάφορα αυτά συνδετικά υλικά, καθώς και άλλα που συνυπάρχουν, δίνουν πολλές φορές χαρακτηριστικό χρώμα και όψη στους ψ., όπως πρασινωπό όταν περιέχουν γλαυκονίτη, κόκκινο ή καφέ όταν περιέχουν οξείδια του σιδήρου (στικτός ψ. του Μπουντσαντστάιν). Σχέση μεταξύ του βαθμού διαγένεσης (χαλαροί ή συνεκτικοί ψ.) και της ηλικίας της απόθεσής τους δεν υπάρχει: πάντως, γενικά, τα παλαιότερα ιζήματα έχουν όλο και περισσότερο συνδετικό υλικό.
Τα ορυκτά των ψ. είναι πολυάριθμα και κυριαρχούν ανάμεσά τους αυτά που παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντίσταση στην εξαλλοίωση. Ο χαλαζίας είναι το συνηθέστερο από αυτά, συχνά όμως βρίσκονται σε αυτά αρκετές ποσότητες αστρίων, όπως στους αρκόζες (χαλαζιακός ψ.). Συχνή είναι επίσης η παρουσία φυλλαρίων μαρμαρυγία, που είναι τοποθετημένα κατά παράλληλα επίπεδα και καθορίζουν στο πέτρωμα τον χαρακτήρα της σχιστότητας, που είναι τόσο χρήσιμη στις εργασίες της εξόρυξης. Αρκετά συνηθισμένα είναι επίσης ο γρανάτης, το ρουτίλιο, ο τουρμαλίνης, το ζιρκόνιο και ο ασβεστίτης. Σπάνιοι είναι οι ψ. που αποτελούνται από ένα μόνο ορυκτό (μονογενείς), ενώ συχνότεροι είναι αυτοί που περιέχουν περισσότερα ορυκτά (πολυγενείς). Οι συνδεόμενοι κόκκοι μπορεί να είναι αποστρογγυλωμένοι, συχνότερα όμως γωνιώδεις. Με την αύξηση των διαστάσεων των κόκκων οι ψ. μεταπίπτουν σε κροκαλοπαγή, και με τη μείωση των διαστάσεων σε αργίλους.
Οι ψ. χρησιμοποιούνται ως υλικά δόμησης και διακόσμησης, ως πλάκες επίστρωσης δρόμων και πεζοδρομίων, για τη βελτίωση των καλλιεργούμενων εδαφών καθώς και σε θερμοκήπια (χαλαζιακή άμμος). Το ειδικό βάρος του ψ. κυμαίνεται από 1,8-2,7 γρ. ανά κ. εκ. Οι ψ. βρίσκονται άφθονοι παντού, καθώς και στην Ελλάδα, και πολλές φορές παίρνουν τοπικές ονομασίες, σχετικές με τη χαρακτηριστική τους σύσταση και όψη.
Τα βαθιά φαράγγια οφείλουν συχνά την εντυπωσιακή τους όψη στη φύση του εδάφους όπως στην περίπτωση των ψαμμιτών, που είναι πετρώματα κλαστικά και πολλές φορές χαλαρά, ώστε υπόκεινται στην εύκολη διάβρωση των ατμοσφαιρικών παραγόντων όπως και των ρεόντων υδάτων.
* * *ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Ανεοελλ.(πετρογρ.) ιζηματογενές πέτρωμα αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με ορυκτή συνδετική ύλη (α. «αργιλικός ψαμμίτης» β. «ασβεστολιθικός ψαμμίτης» γ. «πυριτικός ψαμμίτης»)αρχ.1. ως επίθ. αυτός που αποτελείται από άμμο, αμμώδης2. ως κύριο όν. Ψαμμίτης(ενν. Αριθμός) τίτλος πραγματείας τού Αρχιμήδους3. φρ. «ὗς ψαμμῑτις» — χέλι που ζει στην άμμο (Αρχέστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + επίθημα -ίτης /-ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.